καταθέλξῃ

καταθέλξῃ
καταθέλξηι , κατάθελξις
enchantment
fem dat sg (epic)
καταθέλγω
subdue by spells
aor subj mid 2nd sg
καταθέλγω
subdue by spells
aor subj act 3rd sg
καταθέλγω
subdue by spells
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάθελξη — η (Α κατάθελξη) [καταθέλγω] η άσκηση μεγάλης επιρροής σε κάποιον, το μάγεμα …   Dictionary of Greek

  • κήλησις — κήλησις, ἡ (Α) [κηλώ] 1. κατάθελξη, γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων κήλησις», Πλάτ.) 2. μτφ. γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από μουσική και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησις», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”